-
1 οποιαδήποτε
било какваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > οποιαδήποτε
-
2 οποιοσδήποτε
οποιαδήποτε, οποιονδήποτε αντων. каждый кто, всякий кто, любой, кто бы ни -
3 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
4 любой
любой 1. οποιοσδήποτε· καθένας; в \любойом случае σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε 2. м о καθένας* * *1.οποιοσδήποτε; καθένας2. мв любо́м слу́чае — σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε
ο καθένας -
5 свободно
ελεύθεραελευθέρως- на борту мор. - επί του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свободно
-
6 штивка
(укладка груза в трюме судна) η στοιβασί/α (φορτίου του πλοίου)цена ФОБ со - ой τιμή Ρ.Ο.Β.(που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο) με -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штивка
-
7 брезгать
брезг||атьнесов σιχαίνομαι, ἀπεχθάνομαι, ἀηδιάζω:он не \брезгатьает никакими средствами δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει ὁποιαδήποτε μέσα. -
8 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
9 всякий
всяк||иймест.1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:\всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο. -
10 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
11 περίπτωση
[-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;
σπάνια περίπτωση — редкий случай;
δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;
§ σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;
εν η περίπτώσει... — если случится;
εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;
σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;
σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;
σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;
στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;
εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;
σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах
-
12 ώρα
η1) час;τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;
η μισή ώρα — полчаса;
μία ώρα πρίν... — за час до...;
κάθε δυό ώρες каждые два часа;αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;
περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;
τί ώρα είναι; — который час?;
κατά τη μιά η ώρα — к часу;
πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;
2) час, время;η ώρα της δουλείας — рабочее время;
ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;ακατάλληλη ώρα — неурочный час;
οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;
τίς νυχτερινές -
13 at all hours
(at irregular times, especially late at night: He comes home at all hours.) οποιαδήποτε ώρα της ημέρας -
14 no-win
['nou win](that both sides will lose from it: a no-win situation.) αντιπαράθεση χωρίς πιθανότητα επικράτησης από οποιαδήποτε πλευρά -
15 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
16 лука
-й, πλθ. луки θ.1. τοξοειδής καμπή ποταμού. || καμπή οποιαδήποτε.2. σκέλος σέλλας•передняя лука το μπροστάρι της σέλλας•
задняя лука το πιστάρι της σέλλας.
-
17 любой
επ. (στα ελληνικά αποδίδεται με αόριστη αντωνυμία)• καθένας• όποιος, οποιοσδήποτε•любой из вас καθένας από σας•
в любой час οποιαδήποτε ώρα•
-ой ценой με κάθε θυσία•
выбери себе -ую книгу διάλεξε όποιο βιβλίο θέλεις.
-
18 момент
-а α.1. στιγμή•в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•
выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•
текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.
2. καιρός, ώρα•наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.
3. πλευρά•положительные -Η οι θετικές πλευρές•
отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.
4. ωςεπίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.εκφρ.в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. -
19 нипочём
επίρ.1. για τίποτε• πάμφτηνα•он продал нипочём αυτός πούλησε πάμφτηνα.
2. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι•всякий труд для них был нипочём οποιαδήποτε δουλειά γι αυτούς ήταν παιγνίδι•
ему нипочём со-лгить αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται•
ему всё нипочём αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε.
3. σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω•нипочём не допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε.
-
20 разрыв
-а α.1. διακοπή, κόψιμο•разрыв дипломатических отношений διακοπή διπλωματικών σχέσεων.
2. κοπή, κόψιμο. || ρήγμα, ρήξη• διάσπαση, σπάσιμο• ρήγμα•разрыв линии фронта σπάσιμο της γραμμής του μετώπου.
3. έκρηξη, σκάσιμο.4. μτφ. διάσταση, αντίθεση.εκφρ.—трава – μαγικό χορτάρι που μπορεί (δήθεν) να ανοίξει οποιαδήποτε κλειδωνιά.
См. также в других словарях:
οποιοσδήποτε — οποιαδήποτε, οποιοδήποτε (ΑΜ ὁποιοσδήποτε, ὁποιαδήποτε, ὁποιονδήποτε) (αόρ. αντων.) ο καθένας, όποιος τυχόν … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια — Οποιαδήποτε νόσος του εγκεφάλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ευρεία καταστροφή ή εκφυλισμό του εγκεφαλικού ιστού. Σε περίπτωση που η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σύγχυση, αστάθεια στον βηματισμό και αφύσικες οφθαλμικές κινήσεις, τότε έχουμε τη… … Dictionary of Greek
ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
θερμική κράμπα — Οποιαδήποτε κράμπα στο χέρι, στο πόδι ή στην κοιλιά, που προκαλείται από εξάντληση νερού και άλατος από τη ζέστη … Dictionary of Greek
καρδιομυοπάθεια — Οποιαδήποτε ασθένεια προσβάλλει τον καρδιακό μυ. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, εκφυλιστική (στη γεροντική ηλικία) ή δευτεροπαθής (οπότε στα αίτια συμπεριλαμβάνονται τοξική βρογχοκήλη, σύφιλη, υπέρταση, ενδοκαρδίτιδα κλπ.) … Dictionary of Greek
οποιοσδήποτε — οποιαδήποτε οποιοδήποτε (αναφορ. αντων.), όποιος κι αν, όποιος και να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Θερμοχημεία ή χημική θερμοδυναμική — Τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ της χημικής και της θερμικής ενέργειας κατά τις χημικές αντιδράσεις. Οι σχέσεις αυτές βασίζονται στους νόμους της διατήρησης της ενέργειας, η οποία στηρίζεται στη γενική υπόθεση ότι η… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek